- προσίεμαι
- προσίημιlet come topres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήττα — η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα) 1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης 2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές») αρχ. 1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση τής… … Dictionary of Greek
προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… … Dictionary of Greek
ՇՈՂՈՔՈՐԹԵՄ — (եցի.) NBH 2 0488 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c, 12c, 14c ն.չ. եւ կր. իբր ձ. προσίεμαι, κολακεύω, κηλέω blandior, adulor, adsentor, mulceo. Ողոքել շողոմութեամբ. շողոմել. քծնիլ. յորդորել. հրապուրել. համոզել. Քաղցր լեզուաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)